Αρχικά θα πρέπει να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα στους τύπους διαβήτη. Υπάρχει ο διαβήτης τύπου 1 ή ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης και ο διαβήτης τύπου 2 ή μη ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης. Στο διαβήτη τύπου 1 ο οργανισμός δεν μπορεί να παράγει καθόλου ινσουλίνη, ενώ στο διαβήτη τύπου 2 παράγεται μικρή ποσότητα ινσουλίνης, η οποία δεν επαρκεί για τις ανάγκες του οργανισμού, με κύριο γνώρισμα τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης του αίματος. Η συχνότητα εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 σε νέα περιστατικά συνεχώς αυξάνεται με το 7% των Ελλήνων να εμφανίζεται με διαβήτη και 1 στα 2 άτομα να μην γνωρίζει ότι νοσεί. Η αύξηση του σωματικού βάρους, οι ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες και ο τρόπος ζωής συμβάλλουν στην πρόωρη εμφάνιση της νόσου, μετατρέποντας τη διατροφή σε βασικό σύμμαχο για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της, σε συνδυασμό πάντα με την άσκηση και την φαρμακευτική αγωγή, όταν συστήνεται από τον ιατρό. Ο διαβητικός ασθενής πρέπει να καταναλώνει 3 κύρια γεύματα την ημέρα και 2 ενδιάμεσα σνακ. Τα γεύματα πρέπει να περιλαμβάνουν ποικιλία θρεπτικών συστατικών από όλες τις ομάδες τροφίμων. Πιο συγκεκριμένα:
Υδατάνθρακες: Περιέχουν ένα ή περισσότερα μόρια σακχάρου και είναι το συστατικό που πρακτικά ανεβάζει το σάκχαρο (τη γλυκόζη) στο αίμα. Ο διαβητικός ασθενής είναι απαραίτητο να καταναλώνει υδατάνθρακες στο 45-55% της συνολικής ημερήσιας ενέργειας. Επιλέγοντας τους σύνθετους υδατάνθρακες (όσπρια, δημητριακά ολικής άλεσης, ζυμαρικά ολικής άλεσης, αναποφλοίωτο ρύζι) και αυξήστε την κατανάλωση των φυτικών ινών (λαχανικά, φρούτα, προϊόντα ολικής άλεσης), αφού αυξάνουν σταδιακά και ομαλά τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα, σε σχέση με τους απλούς υδατάνθρακες (ζάχαρη, γλυκά). Όμως σε ασθενείς στους οποίους χορηγείται ινσουλίνη ή υπογλυκαιμικά φάρμακα, ο χρόνος και η δόση των φαρμάκων θα πρέπει να συντονίζονται με την ποσότητα και την φύση των υδατανθράκων.
Πρωτεΐνες: Διακρίνονται σε ζωικής (κρέας, ψάρι, αυγό, γαλακτοκομικά προϊόντα) και φυτικής προέλευσης (όσπρια, ξηρούς καρπούς, σόγια). Σε ασθενείς χωρίς ενδείξεις νεφροπάθειας, η πρόσληψη πρωτεϊνών μπορεί να κυμαίνεται στο 10-20% της συνολικής ενέργειας, ενώ σε ασθενείς με συνυπάρχουσα νεφροπάθεια η πρόσληψη πρωτεϊνών δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 0.8g/Kg σωματικού βάρους την ημέρα.
Λίπος: Τα λιπαρά γενικά δεν αυξάνουν τη γλυκόζη στο αίμα. Ωστόσο, επιλέξτε να αντικαταστήσετε τα κορεσμένα και trans λιπαρά με τα «καλά» μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά (ω3 & ω6), καθώς θα βελτιώσουν την υγεία σας. Θα βρείτε τα «καλά» λιπαρά στα ψάρια, στους ξηρούς καρπούς, στο ελαιόλαδο.
Αλκοόλ: Συστήνεται μέτρια κατανάλωσή του, δηλαδή έως 1 ποτό για τις γυναίκες και έως 2 ποτά για τους άνδρες την ημέρα.
Ζάχαρη και υποκατάστατα ζάχαρης: Στο διαιτολόγιο δεν υπάρχει απαγόρευση, αλλά η σύσταση για περιορισμό ή αποφυγή της συχνής κατανάλωσης απλών σακχάρων όπως της κοινής ζάχαρης. Δίνεται η σύσταση ώστε τα τρόφιμα με ζάχαρη να αντικαθίσταται από τρόφιμα με άλλο τύπο υδατανθράκων ενώ η φρουκτόζη δεν αποτελεί πλέον μια εναλλακτική της ζάχαρης, παρόλο τη χαμηλή της απόκριση, έχει συνδεθεί με αύξηση των τριγλυκεριδίων και χοληστερόλης και αύξηση της ινσουλινοαντίστασης(συστήνεται βέβαια η λήψη φρουκτόζης από φυσικές πηγές όπως τα φρούτα και τα λαχανικά). Οι ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες που κυκλοφορούν στο εμπόριο αποτελούν ένα ιδανικό μέσο που βοηθά τα άτομα με διαβήτη να συμμορφώνονται στις απαιτήσεις της διαιτητικής αγωγής και επίσης να κρατούν την απόλαυση του φαγητού και ειδικά της γλυκιάς γεύσης. Οι γλυκαντικές ουσίες είναι ασφαλείς εφόσον καταναλώνονται στις επιτρεπόμενες ημερήσιες ποσότητες. Οι κυριότερες ύλες που έχουν εγκριθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι: η ασπαρτάμη, η ακεσουλφάμη- Κ, το κυκλαμικό οξύ, η σουκραλόζη, η σακχαρίνη, γλυκοζίτες στεβιόλης (γλυκαντικό που προέρχεται από το φυτό στέβια).
Συνεπώς, η διατήρηση υγιούς βάρους, οι σωστές διατροφικές συνήθειες, η καθημερινή άσκηση και η συνεχής παρακολούθηση σακχάρου στο αίμα αποτελούν «όπλα» στην αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2.