Πασιφλώρα
Ιστορικά η Πασιφλωρα υπήρξε ένα πολύ σημαντικό βότανο για τις φυλές των Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής. Οι Cherokee αποκαλούσαν τη Πασιφλώρα ocoee και παρασκεύαζαν από τα φρέσκα ή αποξηραμένα φύλλα της ένα τσαϊ το οποίο χρησιμοποιούσαν για την αντιμετώπιση της αϋπνίας, της υστερίας και της επιληψίας. Θεωρούσαν ακόμη πως η Πασιφλώρα είχε αναλγητικές ιδιότητες. Οι πρώτοι Ισπανοί άποικοι στις Η.Π.Α. παρατήρησαν γρήγορα τη Πασιφλώρα και τη χρήση της. Το φυτό καταγράφηκε επίσημα το 1745 από τον Carl von Linné και από το 1800 άρχισε να γίνεται δημοφιλές στην Ευρώπη.
Είναι ένα βότανο με πικρή και δροσιστική γεύση που παρουσιάζει αγχολυτικές ιδιότητες, καταπραΰνει τον πόνο, τους σπασμούς και ρίχνει την αρτηριακή πίεση. Η πασιφλόρα περιέχει δεκάδες χημικά συστατικά μεταξύ των οποίων καροτενοειδή, φλαβονοειδή (C-γλυκοζίτες της απιγενίνης και της λουτεολίνης, βιτεξίνη, ισοβιτεξίνη κτλ.) και μερικά άλλα όπως μαλτόλη, χρυσίνη, γυνοκαρδίνη, ίχνη από αλκαλοειδή του ινδολίου (νευροτοξίνη που ανευρίσκεται στην ηρωΐνη, κοκαΐνη, στρυχνίνη, καφεΐνη και άλλες παρόμοιες ουσίες), καθώς και μερικές αρωματικές ύλες. Δεν έχει εξακριβωθεί επίσημα ποιό είναι το κύριο δραστικό συστατικό της πασιφλόρας. Η αγχολυτική της δράση αποδίδεται περισσότερο στα φλαβονοειδή που περιέχει.